εξελεγκτικός

εξελεγκτικός
-ή, -ό
επίρρ. που χρησιμεύει για εξέλεγξη (βλ. λ.), που έχει τη συνήθεια να εξελέγχει, που γίνεται για έλεγχο, ελεγκτικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξελεγκτικός — ή, ό ο χρήσιμος για εξέλεγξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελέγχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”